- πρόμαχον
- πρόμαχοςfighting beforemasc/fem acc sgπρόμαχοςfighting beforeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρόμαχον — Πρόμαχος fighting before masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
поборьникъ — ПОБОРЬНИК|Ъ (57), А с. 1.Поборник, заступник; борец: радѹитас˫а. вьселенѣи застѹпьника. и поборника на врагы. Стих 1156–1163, 73 об.; правовѣрью же поборьникъ ѳеѡдоръ. не преста˫аше твор˫а ѡбычьны˫а. (ὑπέρμαχος) ЖФСт к. XII, 120 об.; иѡане пр҃рче … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… … Dictionary of Greek
σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… … Dictionary of Greek